δίπλοκος

δίπλοκος
-η, -ο (AM δίπλοκος, -ον)
ο διπλά πλεγμένος, δίκλωνος
νεοελλ.
δίπλοκο (σχοινί)
αυτό που αποτελείται από τρία ή τέσσερα πλεγμένα μονόπλοκα σχοινιά, καρλίνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι-* (βλ. λ. δις) + -πλοκος < πλέκω (πρβλ. αιμυλοπλόκος, καλαθοπλόκος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”